άμοτον

άμοτον
ἄμοτον επίρρ. (Α)
1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς
2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά
3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < - αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε -τος με θ. μεν- (μέμονα) στη συνεσταλμ. βαθμίδα (mn) και πρόθημα εν- επίσης στη συνεσταλμ. βαθμίδα (η): *n-mn-το-s > α-μο (αντί -μα- γιατί στην αιολ., αχαϊκή nΰ ο) -το-ς > ἄμοτος.
ΠΑΡ. ἄμοτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄμοτον — insatiably indeclform (adverb) ἄμοτος insatiably masc/fem acc sg ἄμοτος insatiably neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμοτος — ἄμοτος, ον (AM) [ἄμοτον] βίαιος, σφοδρός, μανιασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”